- αλαζόνευμα
- το (Α ἀλαζόνευμα) [ἀλαζονεύομαι]1. πράξη αλαζονείας, εξαπάτηση με μεγάλα λόγια, κομπασμός, καύχηση2. στον πληθ. τα αλαζονεύματααερολογίες, ψευτιές, παχιά λόγια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλαζόνευμα — imposture neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαζονευμάτων — ἀλαζόνευμα imposture neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαζονεύμασιν — ἀλαζόνευμα imposture neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαζονεύματα — ἀλαζόνευμα imposture neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλαζονεύομαι — (Α ἀλαζονεύομαι) είμαι αλαζόνας, προσπαθώ να εμφανίζομαι ως σπουδαίος, υπερηφανεύομαι, κομπορρημονώ αρχ. υποκρίνομαι, προσποιούμαι, παριστάνω κάτι ψευδώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλαζών όνος. ΠΑΡ. αλαζονεία, αλαζόνευμα] … Dictionary of Greek